Μια ομάδα αρχαιολόγων αναζητούν ένα μυθικό θησαυρό που βρίσκεται σε έναν απομακρυσμένο φάρο αλλά ο ένας μετά τον άλλο πέφτουν θύματα ενός άγνωστου φονιά.
Σχόλια:
Έχω εκφράσει πάμπολλες φορές την άποψη ότι ένα από τα βασικά αίτια της παρακμής του Βρετανικού σινεμά τρόμου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 70 ήταν ότι τα Βρετανικά στούντιο αδυνατούσαν να προσαρμόσουν το κουρασμένο στυλ γοτθικού τρόμου στα νέα δεδομένα του gore και της βίας που κυριάρχησαν στη σκηνή κατά τη διάρκεια των 70s. Λίγες ταινίες από εκείνη την περίοδο κατάφεραν να συνδυάσουν με ικανοποιητικό τρόπο τις δύο αυτές νοοτροπίες και σίγουρα το TOWER OF EVIL είναι πανηγυρικά μια από αυτές και παίζει να είναι μέσα στις κορυφαίες Βρετανικές ταινίες τρόμου των 70s και όχι μόνο.
Μια ταινία που εκ πρώτης όψεως δεν λέει κάτι στους horror fans από άποψη ονομάτων συντελεστών, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει ότι οι περισσότεροι είχαν μεγάλη σχέση με το χώρο και εντυπωσιακή προσφορά από τη δεκαετία του 50. Κατ’ αρχάς ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Jim O'Connolly είχε κάνει το 1967 το κλασικό θρίλερ τρόμου BERSERK και το creature- feature VALLEY OF GWANGI 2 χρόνια αργότερα, βασίζοντας το σενάριο του TOWER OF EVIL σε ιστορία του George Baxt (HORROR HOTEL, CIRCUS OF HORRORS).
Στην παραγωγή ο γνωστός στους Βρετανικούς exploitation κύκλους Richard Gordon είχε δώσει τα διαπιστευτήριά του με ταινίες όπως CORRIDORS OF BLOOD, HORROR HOSPITAL και INSEMINOID. Όσο για τους ηθοποιούς, οι περισσότεροι είναι γνώριμες φάτσες με συμμετοχές σε κλασικές ταινίες τρόμου και γενικά διαλεγμένα με το χέρι ονόματα που είχαν πέραση και μεγάλη καριέρα εκείνη την εποχή. Γενικά θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι όλα τα σημάδια είναι ιδανικά για το TOWER OF EVIL και στο τέλος της προβολής η ταινία όχι μόνο δεν τους προδίδει αλλά παραδίδει τα αγαθά και με το παραπάνω.
Βασιζόμενος πάνω σε μια αρκετά γνώριμη υπόθεση που πάντως εξετάζεται από αρκετές οπτικές γωνίες, ο Jim O'Connolly και το σενάριό του χτίζουν μεθοδικά μια άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία που περιλαμβάνει στοιχεία από το slasher σινεμά που είχε αρχίσει να κάνει δειλά- δειλά την εμφάνιση του στις αίθουσες, αρκετό gore, βία και γυμνό και τα παντρεύει με αδιαπέραστη γοτθική ατμόσφαιρα στην οποία αρίστευσε το Βρετανικό σινεμά τρόμου για τουλάχιστον 2 δεκαετίες.
Μεγάλη ευθύνη γι αυτή την ολοκληρωτική επιτυχία φέρει τόσο η φωτογραφία του πολύπειρου Desmond Dickinson όσο και η επιλογή ενός εντυπωσιακού εγκαταλελειμμένου φάρου στον οποίο έλαβαν χώρο τα περισσότερα εσωτερικά πλάνα και που περιέχει όλα τα στοιχεία που θα ζητούσε ένας σκηνοθέτης γοτθικού τρόμου για την ταινία του.
Έτσι, η εντυπωσιακή ατμόσφαιρα και μία- δύο αρκετά αιματηρές σκηνές φόνων στο πρώτο πεντάλεπτο προκαταβάλουν θετικά τους horror fans και δεν τους απογοητεύουν σε κανένα σχεδόν σημείο αφού ο ρυθμός είναι γενικά πολύ καλός, οι σεναριακές αποκαλύψεις υπάρχουν σε μελετημένες δόσεις ενώ πρόσθετα στις γενναιόδωρες δόσεις gore και γυμνού δεν λείπουν και κάποιες γνήσια ανατριχιαστικές σκηνές γεμάτες ένταση που θα κάνουν τους σύγχρονους fans της σκηνής να κατανοήσουν γιατί οι παλιές ταινίες καταφέρναν να είναι τρομακτικές χωρίς να χρησιμοποιούν φτηνά τεχνάσματα και cheap scares.
Από πλευράς σεναρίου, ο Jim O'Connolly φορτώνει την ιστορία με τουλάχιστον 12 ενδιαφέροντες χαρακτήρες κανείς από τους οποίους δεν συμμετέχει μόνο και μόνο για να δολοφονηθεί άγρια- ασχέτως αν αρκετοί το παθαίνουν κατά τη διάρκεια της προβολής. Όλοι έχουν τον ρόλο τους στην υπόθεση και ο καθένας έχει να διηγηθεί ενδιαφέρουσες προσωπικές ιστορίες, παρόλο που ορισμένες από αυτές μοιάζουν λίγο αταίριαστες στο όλο κλίμα που μερικές φορές προσπαθεί να γίνει δραματικό ώστε να μεγαλώσει τον αντίκτυπο των εξελίξεων της πλοκής στους θεατές.
Αυτό τελικά το πετυχαίνει λιγότερο συχνά απ’ όσο θα ήθελαν οι συντελεστές, αλλά δεν καταφέρνει να μειώσει το συνολικό TOWER OF EVIL που βλέπεται μονορούφι και με μεγάλο ενδιαφέρον ακόμα κι όταν η εξέλιξη της πλοκής γίνεται προβλέψιμη. Οι μεταβάσεις από το ένα σημείο της ιστορίας στο άλλο όσο και από το παρελθόν στο παρόν γίνονται με όμορφο τρόπο προσθέτοντας κι άλλο στον ήδη πολύ καλό ρυθμό, ενώ ο αυξημένος αριθμός πρωταγωνιστών όχι μόνο δεν κουράζει αλλά τονώνει το ενδιαφέρον ακόμα περισσότερο.
Παράλληλα, οι επιρροές σε μεταγενέστερες παραγωγές όπως είναι τα RAW MEAT, ANTROPOPHAGUS και CASTLE FREAK φαίνονται καθαρά και προσδίδουν περισσότερη αξία ενώ αξίζει επίσης να αναφέρω ότι όταν η ταινία κυκλοφόρησε στα 80s στις ΗΠΑ μαρκεταρίστηκε ξενδιάντροπα σαν sequel του THE FOG, προφανώς λόγω της ύπαρξης του φάρου που είναι μάλλον το μοναδικό κοινό σημείο με την κλσική ταινία του John Carpenter.
Το φινάλε είναι αντάξιο του υπολοίπου και καλοφτιαγμένο με πυρκαγιά της παλιάς σχολής να κατατρώει με εντυπωσιακό τρόπο τα πάντα στην τιμημένη παράδοση δοκιμασμένων φινάλε ταινιών γοτθικού τρόμου. Μέχρι πάντως να φτάσει, το κοινό έχει να απολαύσει αρκετά ωραία πράγματα όπως είναι οι ερμηνείες των περισσότερων πρωταγωνιστών μεταξύ των οποίων και οι George Coulouris, Robin Askwith, Seretta Wilson και Dennis Price, τα μπόλικα και αρκετά ρεαλιστικά για την εποχή ειδικά εφέ, την ωραία μουσική του έμπειρου Kenneth V. Jones όπως και την μαγική ατμόσφαιρα που προσωπικά με κέρδισε από τα πρώτα λεπτά και δεν θα σταματήσω να εξυμνώ.
Σε γενικές γραμμές, το TOWER OF EVIL είναι χωρίς αμφιβολία μια από τις πολύ καλές ταινίες τρόμου της δεκαετίας του 70 από τη Βρετανία και προσωπικά την θεωρώ αναγκαία προς παρακολούθηση από fans τόσο του μεταγενέστερου slasher σινεμά όσο και από τους ρομαντικούς της χρυσής εποχής του Βρετανικού γοτθικού τρόμου.