Μια επανδρωμένη αποστολή στον πλανήτη Ουρανό αντιμετωπίζει εξωγήινη οντότητα που έχει τηλεπαθητικές ικανότητες να κάνει πραγματικότητα τις σκέψεις των γύρω της.
Σχόλια:
Επιστημονική φαντασία από τις αρχές της δεκαετίας του 60. Αυτό και μόνο φέρνει στο μυαλό πολλά και διάφορα στοιχεία που συναντάει κανείς σε αντίστοιχες παραγωγές της εποχής όπως υπέρ- φιλόδοξα σενάρια, ειδικά εφέ σε τιμή ευκαιρίας, πολύ ψευδοεπιστημονικό μπλα- μπλα και βέβαια, εισαγωγή στην αρχή της ταινίας από αφηγητή που θέτει την υπόθεση στα ιστορικά της πλαίσια. Το JOURNEY TO THE SEVENTH PLANET από τη μία δεν καταφέρνει ιδιαίτερα να ξεφεύγει από τα γνωστά κλισέ του είδους, αλλά αν μη τι άλλο επιφυλάσσει κάποιες μικροεκπλήξεις στους sci- fi fans στους οποίους και απευθύνεται.
Μια από αυτές είναι ότι πρόκειται για Δανέζικη- Αμερικάνικη συμπαραγωγή, κάτι καθόλου συνηθισμένο εκείνη την εποχή όπου οι ΗΠΑ κυριαρχούσαν στο σινεμά επιστημονικής φαντασίας με το αντίπαλο δέος να έρχεται κυρίως από Βρετανία και Ιταλία. Άλλη ευχάριστη έκπληξη είναι ότι η ταινία φαίνεται σαν ένα μεγάλο τηλεοπτικό επεισόδιο του STAR TREK: THE ORIGINAL SERIES, το οποίο όμως είναι μεταγενέστερο και φαίνεται ότι έχει δανείστεί αρκετά στοιχεία από τη συγκεκριμένη παραγωγή. Επομένως, η ταινία έχει ειδικό ενδιαφέρον για Trekkies και γενικότερα φίλους της ιστορικής τηλεοπτικής σειράς.
Από πλευράς υπόθεσης, έχουμε μια αποστολή 5 αντρών να ξεκινούν με το διαστημόπλοιό τους για την πρώτη επανδρωμένη εξερεύνηση του παγωμένου πλανήτη Ουρανού. Οι πιο κοντινοί πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος έχουν ήδη εξερευνηθεί και χαρτογραφηθεί και η ομάδα ξέρει περίπου τι να περιμένει, αλλά όταν προσγειώνονται με έκπληξη θα αντικρύσουν καταπράσινα δάση, πυκνή βλάστηση και εύκρατο κλίμα, ενώ η έκπληξη μεγαλώνει όταν ένας μετά τον άλλο αρχίζουν να συναντάνε όμορφες γυναίκες με τις οποίες είχαν σχέσεις στο παρελθόν στη μακρυνή Γη.
Αποδεικνύεται ότι πίσω από όλα αυτά κρύβεται μια εξωγήινη οντότητα που έχει τη δύναμη να μετατρέψει σε σάρκα και οστά τις κρυφές σκέψεις των μελών της αποστολής, είτε καλές είτε κακές. Στην αρχή οι έκπληκτοι εξερευνητές αρχίζουν να το διασκεδάζουν παρέα με τις όμορφες συντρόφους τους, όμως ο επικεφαλής (John Agar) ξέρει ότι τίποτα από αυτά δεν είναι πραγματικό και προειδοποιεί τους υπόλοιπους να προσέχουν, κάτι που γίνεται επιβεβλημένο όταν αρχίζουν να σκάνε μύτη διάφορα φρικτά τέρατα για να τους επιτεθούν.
Δεν υπάρχουν και πολλά πράγματα να πει κανείς για το JOURNEY TO THE SEVENTH PLANET, ιδίως απευθυνόμενος σε φίλους του είδους που λογικά θα έχουν δει δεκάδες αντίστοιχες παραγωγές μέχρι τώρα. Σε γενικές γραμμές πρόκειται για μια ταινία που επευθύνεται αποκλειστικά και μόνο σε αυτό το κοινό και έτσι πρέπει να κριθεί. Από αυτή την άποψη, μάλλον παραδίδει τα αγαθά σε μυστήριο, δράση και σχετικά στοιχεία χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα, ενώ σε κάποιες φάσεις προκαλεί σκέψη σχετικά με την ψυχοσύνθεση των ηρώων, κάτι σπάνιο σε παρεμφερείς παραγωγές της εποχής.
Ο ρυθμός παραμένει αρκετά γρήγορος, η επιβεβλημένη ψευδοεπιστημονική πολυλογία περιορίζεται στο ελάχιστο και τα ειδικά εφέ- μινιατούρες έχουν την πλακίτσα αλλά και την ανεξήγητη γοητεία τους. Από την άλλη, έχουμε ξύλινες ερμηνείες από τους περισσότερους εκ των πρωταγωνιστών, αφελείς διαλόγους που προκαλούν ανεπιτήδευτα χαμόγελα, αλλά και ένα εμπνευσμένο και μυστηριώδες φινάλε που επιδέχεται αρκετές ερμηνείες και δίνει τροφή για σκέψη. Και σαν bonus υπάρχει και τραγουδάκι στους τίτλους τέλους!
Συνοψίζοντας, νομίζω είναι ασφαλές να πω ότι οι sci- fi fans και οι φίλοι του πρωτότυπου STAR TREK δύσκολα θα χάσουν με τη συγκεκριμένη παραγωγή. Έχει το ενδιαφέρον της, είναι γρήγορη (μόλις 77 λεπτά) αρκετά ατμοσφαιρική και σκηνοθετημένη με νεύρο από τον έμπειρο στο είδος Sidney W. Pink, ενώ το σενάριο προσπαθεί φιλότιμα να την κάνει να ξεχωρίζει από αντίστοιχες ταινίες της εποχής. Μέχρι ενός σημείου το πετυχαίνει και το τελικό αποτέλεσμα είναι μια καθ’ όλα ευχάριστη περιπετειούλα επιστημονικής φαντασίας που είναι τόσο διασκεδαστική όσο και εγκεφαλική και ό,τι πρέπει για απογευματινή προβολή.