Τρεις ιστορίες μυστηρίου και τρόμου κατευθείαν από το νεκροτομείο!
Σχόλια:
Όταν είχε κυκλοφορήσει η συγκεκριμένη σπονδυλωτή ταινιούλα στις αρχές της δεκαετίας του 90 και όταν οι horror fans είχαν αρχίσει να ξενερώνουν άγρια με την σταθερά υποβαθμισμένη ποιότητα των ταινιών τρόμου από τα τέλη της δεκαετίας του ’80, θυμάμαι ότι προσωπικά πανηγύριζα με την λογική ότι «Carpenter, Hooper και πληθώρα πασίγνωστων ηθοποιών μαζί είναι ένας συνδυασμός που πολύ δύσκολα χάνει. Και εν μέρει είχα δίκιο, παρόλο που η ρετσινιά της παραγωγής κατευθείαν για την TV ακόμα είχε αρκετή αποτρεπτική δύναμη.
Η ουσία ήταν όμως ότι σε μια περίοδο που οι fans έψαχναν με μεγεθυντικό φακό έστω και για απλά αποδεκτές ταινίες τρόμου, το BODY BAGS προσέφερε απλόχερα μαύρο χιούμορ και μερικές καλές τρομάρες, θυμίζοντας μου ότι η σκηνή ίσως να μην είχε ακόμα πεθάνει. Σίγουρα κανείς θα περίμενε πολλά περισσότερα από τον τεράστιο John Carpenter, αλλά ακόμα και έτσι η συγκεκριμένη σπονδυλωτή πολύ δύσκολα θα απογοήτευε ακόμα και τον πιο δύσπιστο φίλο της σκηνής.
Τρεις ιστορίες, λοιπόν, αφηγούμενες από τον ίδιο τον Carpenter που έχει ένα μικρό ρόλο ως ο παράξενος ιατροδικαστής της επικαλυπτικής ιστορίας. Στην πρώτη μια φοιτήτρια πιάνει την νυχτερινή βάρδια σε ένα απομακρυσμένο βενζινάδικο και γίνεται στόχος ενός μανιακού δολοφόνου, στην δεύτερη – και κορυφαία κατά τη γνώμη μου- ένας μεσήλικας χάνει τα μαλλιά του και μαζί τους την αυτοπεποίθηση του και γίνεται πειραματόζωο μιας επαναστατικής μεθόδου τριχοφυΐας και στην τελευταία ένας παίκτης του μπέιζμπολ χάνει το μάτι του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα και επανέρχεται με ένα καινούργιο από μυστηριώδη δότη.
Σίγουρα δεν πρόκειται για ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η δεκαετία του 90, αλλά τόσο η εμπειρία του John Carpenter που σκηνοθετεί τις δύο πρώτες ιστορίες, όσο και η ασταμάτητη παρέλαση γνωστών ονομάτων του χώρου δεν αφήνουν κανέναν να ξενερώσει παρά μόνο σε ελάχιστα σημεία. Ένα από αυτά είναι η πιο αδύναμη- πάντα κατά την προσωπική άποψη του γράφοντα- τελευταία ιστορία που συμπυκνώνει την φθίνουσα πορεία του Tobe Hooper εν γένει στο χώρο του τρόμου. Ακόμα κι έτσι, υπάρχει ένας κεφάτος Mark Hamill (STAR WARS) που ανεβάζει μόνος του τα πράγματα ακόμα και όταν το σενάριο κάνει ότι μπορεί για να αποτύχει, ενώ πρέπει να τονίσω ότι υπάρχει και η αναγκαία περιρρέουσα ατμόσφαιρα που συναντάμε στο σύνολο της ταινίας.
Highlight κατ’ εμέ είναι σίγουρα η 2η ιστορία, με τον Stacy Keach να δίνει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες της καριέρας του και σε συνδυασμό με το παρανοϊκά ιδιοφυές σενάριο να αρκεί για να αναζητήσει κάποιος το BODY BAGS. Τρόμος δεν υπάρχει ιδιαίτερος, αλλά το μαύρο χιούμορ πραγματικά σπάει κόκαλα ενώ στο τέλος τα πιο ματαιόδοξα μέλη του κοινού ίσως αναθεωρήσουν αρκετές από τις απόψεις τους περί εξωτερικής εμφάνισης.
Όσο για την πρώτη ιστορία, χωρίς να είναι κάτι το φοβερό είναι αρκετά ατμοσφαιρική παρόλο που το σενάριο της κινείται σε χιλιοειδωμένα και γενικά προβλέψιμα μονοπάτια. Δεν λείπουν κι εδώ αρκετές cameo εμφανίσεις γνωστών ονομάτων του χώρου, όπως του Wes Craven σε μια απολαυστική ολιγόλεπτη εμφάνιση και τον Robert Carradine που είναι ο πρωταγωνιστής αυτής της τυπικής ιστορίας μανιακού δολοφόνου που ανεβάζουν τα πράγματα πολύ παραπάνω απ’ ότι ίσως αξίζουν.
Η τελευταία δήλωση μάλλον ισχύει και για ολόκληρο το BODY BAGS, που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν μια ταινία προσώπων τα οποία κάνουν τελικά τη διαφορά σε ένα γενικά όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένο σενάριο. Εκεί που ο θεατής πάει κάπως να βαρεθεί ή να κουραστεί πάντα εμφανίζεται κάποιος ή κάτι που αντιστρέφει στιγμιαία το κλίμα και κάνει την προβολή της ταινίας άξια λόγου.
Είτε αυτός ο κάποιος ή κάτι είναι ένας γνωστός ηθοποιός/ σκηνοθέτης ή γενικά προσωπικότητα της σκηνής (έχουμε μεταξύ άλλων εμφανίσεις από τους Deborah Harry, John Carpenter, Wes Craven, Roger Corman, Sam Raimi, κλπ κλπ) είτε κάποια εκτελεστική καινοτομία του σκηνοθετικού διδύμου, ο κανόνας είναι ότι πάντα κάτι συμβαίνει στο “BODY BAGS”, κάτι καλό που το ξεχωρίζει με άνεση από τον σωρό ταινιών τρόμου εκείνης της εποχής και αφήνει τους fans του είδους με ένα πλατύ χαμόγελο ικανοποίησης μετά το τέλος της προβολής.
Οι μοναδικές εκδόσεις χωρίς περικοπές είναι η Ολλανδική και η Γαλλική. Η Γαλλική περιέχει μόνο ντουμπλαρισμένο στα Γαλλικά κανάλι ήχου, οπότε η Ολλανδική είναι μάλλον η μόνη άξια αγοράς, αλλά είναι πλέον αρκετά δυσεύρετη.