Σχόλια: Πάρτε τα στοιχεία που σας αρέσουν από τα ALIEN και THE EVIL DEAD, προσθέστε το γυμνό που έλειπε από αυτά μαζί με post apocalyptic πινελιές, βάλτε τα στο μίξερ για 69 λεπτά και το αποτέλεσμα δεν θα απέχει και πολύ από το CREEPOZOIDS του David DeCoteau, που ξεκινάει με μια φιλόδοξη καρτέλα τίτλων έναρξης που εξηγεί το ιστορικό πλαίσιο πάνω στο οποίο βασίζεται η ιστορία.
Επί της ουσίας, έχουμε 3ο Παγκόσμιο Πόλεμο, με ότι αυτό συνεπάγεται για μια φτηνή παραγωγή επιστημονικής φαντασίας. Μεταλλαγμένα όντα, επιζώντες που προσπαθούν να γλιτώσουν τις εχθροπραξίες και αρκετά τέρατα, που αποτελούν και το κύριο, αν όχι το μοναδικό, ενδιαφέρον της ταινίας ενδεχομένως μετά από τα λίγα γυμνόστηθα πλάνα της Linnea Quigley.
Από εκεί και πέρα, η ταινία αναλώνεται σε αδιάφορα τρεχαλητά μέσα σε διαδρόμους από τους πρωταγωνιστές, στην παράδοση ενός άλλου αντίστοιχου κλώνου του ALIEN που μου έρχεται αβίαστα στο μυαλό, του ALIEN TERMINATOR. Το εξεζητημένο έρχεται πολύ καθυστερημένα και είναι δύο πολύ καλές (τηρουμένων των αναλογιών) σκηνές gore και δράσης του Creepozoid, του μεταλλαγμένου τέρατος του παραμυθιού μας.
Στα χέρια του Roger Corman πολύ δύσκολα θα έβγαινε κάτι αδιάφορο από το συγκεκριμένο υλικό, που μάλιστα εκτός από τη Linnea Quigley περιλαμβάνει και ένα αρκετά ικανό επιτελείο ειδικών εφέ. Όμως ο DeCoteau, γνωστός μας από ταινίες όπως BEACH BABES FROM BEYOND, FINAL STAB και LEECHES!, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία χαρακτηρίζονται από ερασιτεχνισμό, σκηνοθετική ανικανότητα και προβλεψιμότητα, καταφέρνει να κάνει το CREEPOZOIDS ανιαρό και κουραστικό.
Κάτι τέτοιο δεν αποτελεί έκπληξη για όσους γνωρίζουν το έργο του συγκεκριμένου σκηνοθέτη από το Πόρτλαντ, αλλά πάντως το CREEPOZOIDS είναι μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προσπάθειες του και πιθανότατα η κορυφαία του στιγμή. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι πρόκειται για καλή ταινία, ακόμα με και με τα πιο χαλαρά στάνταρντς με τα οποία συνήθως κρίνονται οι αγαπημένες μας b-movies!
Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι οι δηλωμένοι b-μουβάδες ίσως να βρουν εδώ το νέκταρ και την αμβροσία τους, αγνοώντας τις ανύπαρκτες ερμηνείες, την έλλειψη πλοκής που να έχει κάποιο νόημα και τα φτηνιάρικα σκηνικά και να απολαύσουν την όξινη βροχή, τους γιγάντιους αρουραίους και βέβαια το Creepozoid του τίτλου, παρόλο που η δράση του είναι αρκετά περιορισμένη.
Πάντως υπάρχει τουλάχιστον μία σκηνή ανθολογίας στη συγκεκριμένη ταινία, και είναι η γέννηση ενός μεταλλαγμένου μωρού- δολοφόνου από τα απομεινάρια του Creepozoid, που σίγουρα είναι η μοναδική σκηνή που μένει στη μνήμη μετά το τέλος της ταινίας. Ολόκληρο το φινάλε ασχολείται με τη συγκεκριμένη απειλή, κι αυτό είναι τελικά ότι καλύτερο έχει να επιδείξει ο DeCoteau στη συγκεκριμένη δουλειά του. Πέρα απ’ αυτό υπάρχει ρουτινιάρικη και περιορισμένη δράση μέσα στα δύο (!) δωμάτια της εγκαταλελειμμένης εγκατάστασης που οι ήρωες βρίσκουν καταφύγιο από την όξινη βροχή, κάποιες ενδιαφέρουσες σκηνές splatter και ελάχιστες σκηνές πραγματικού σασπένς.
Με λίγα λόγια, μια τυπική δουλειά του David DeCoteau για γρήγορη αρπαχτή που τουλάχιστον σε σύγκριση με άλλες ταινίες του έχει κάτι ψιλά να επιδείξει, έστω κι αν περιορίζονται σε αδέξια ειδικά εφέ και cheesy καταστάσεις ανεπιτήδευτου χιούμορ. Σίγουρα είναι από τις πιο εμπνευσμένες ταινίες του σκηνοθέτη (το μεταλλαγμένο μωρό εγγυάται γι αυτό), αλλά γενικά πρέπει κανείς να είναι εκπαιδευμένος στο ανούσιο και άμυαλο 80’s cheese για να την ευχαριστηθεί. |